Πιο πάνω απ’τη γη, ψηλά στη σελήνη
μια ακόμα κραυγή ν’ακούσει εκείνη,
εκείνη που ψάχνεις και έχει χαθεί
ένα βράδυ Σαββάτου, πρωί Κυριακή.
Φυσάει ο αέρας, τα αστέρια φουσκώνει
και εδώ στη σελήνη σα σύννεφο σκόνη.
Τα χνάρια της λίγα, τα φώτα σβηστά
το νιώθεις πως είσαι στην άλλη πλευρά.
Ψηλά
τα χέρια ψηλά
η ανάσα βαριά, που έχει πάει εκείνη.
Ξανά
στην άκρη ξανά
εδώ θα σταθώ να σε βρω στη σελήνη,
στη δική μου σελήνη.
Και τρέχεις να φτάσεις τα πόδια κολλάνε
κι οι κάτοικοι ρούχα περίεργα φοράνε.
Κοιτάς απ’το τζάμι, σκοντάφτεις στο χώμα
κι εκείνη έχει αργήσει, δε φάνηκε ακόμα.
Βαρύτητα ξένη το σώμα σου κλέβει
και μες στο κεφάλι το αίμα έχει ανέβει.
ποιος ξέρει, αλήθεια, εκείνη θα ‘ρθεί
θα ακούσει τα βήματα και ποιος θα το πει.
Φυσάει ο αέρας, τα αστέρια φουσκώνει
και εδώ στη σελήνη σα σύννεφο σκόνη.
Τα φώτα ανοίγουν, ο δρόμος μπροστά
το νιώθεις πως είσαι στην άλλη πλευρά.