Στου Μεσημεριανού Καφέ Τη Συννεφιά
Τα Μάτια Σου Βλέπω Να Με Κοιτούν.
Σαν Το Φαρμάκι Του Καρόλου
Νιώθω Τις Ακτίνες Τους Να Με Διαπερνούν Και Να Με Καίνε.
Μα Τούτο Λίγο Κρατά
Και Άξαφνα Χάνεσαι Από Μπροστά Μου.
Τη Φωτιά Που Άναψαν Ποιος Άραγε Θα Σβήσει;
Τ’ Άπιαστο, Τ’ Άπειρο, Το Κρυφό Και Τ’ Απέραντο Τους Ψάχνω.
Οι Χορδές Πάλλονται Γυμνές
Και Τραγουδούν Μονάχες.
Μα Σαν Των Ματιών Σου
Το Μουσικό Ταξίδι Το Ατέλειωτο Δεν Υπάρχει.